φροντιστηριακός

φροντιστηριακός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φροντιστήριο, που γίνεται σε φροντιστήριο: Φροντιστηριακά μαθήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φροντιστηριακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φροντιστήριο 2. αυτός που διεξάγεται σε φροντιστήριο («φροντιστηριακά μαθήματα»). επίρρ... φροντιστηριακώς Ν σε φροντιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροντιστήριο. Το επίθ. φροντιστηριακός μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”